- εὐχαρίστησαν
- εὐχαριστέωbestow a favour onaor ind act 3rd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλοστράτισμα — το το να οδηγεί κάποιος κάποιον σε ομαλό δρόμο, καθοδήγηση: Οι στρατιώτες τον ευχαρίστησαν για το καλοστράτισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)